- μαχητικός
- -ή, -ό(Α μαχητικός, -ή, -όν) [μαχητής]1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ.β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα»)2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή διάθεση για πόλεμο, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής3. γενναίος, θαρραλέος, ορμητικός, αγωνιστικός4. το θηλ. ως ουσ. η μαχητική (ενν. τέχνη)η τέχνη τού να μάχεται κανείς, η εμπειρία στη μάχη5. το ουδ. ως ουσ. το μαχητικό(ν)μαχητική διάθεση, μαχητικότητα6. (κατ' επέκτ.) εριστικός, φιλόνικος, καβγατζήςνεοελλ.δραστήριος («είναι το πιο μαχητικό μέλος τού κόμματός μας»)αρχ.φρ. «μαχητικοί ίπποι» — ανυπότακτα, ατίθασα άλογα.επίρρ...μαχητικώς και -ά (Α μαχητικώς)νεοελλ.ορμητικά, με τόλμη και αποφασιστικότητααρχ.με πολεμικό ή εριστικό ή εχθρικό τρόπο («ου δυσμενώς, ουδέ μαχητικώς», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.